άχτι

άχτι
το
(λ. τουρκ.), διαρκής πόθος, καημός για εκδίκηση: Έφτασε η μέρα να βγάλω το άχτι μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άχτι — το 1. επιθυμία για εκδίκηση 2. σφοδρή επιθυμία, πόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ahd «υποχρέωση, υπόσχεση», ενώ δεν θεωρείται πιθ. η ετυμολόγηση < άχθομαι] …   Dictionary of Greek

  • Ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… …   Dictionary of Greek

  • ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… …   Dictionary of Greek

  • ah — interj. 1. Strigăt pricinuit de o durere fizică. 2. A2 (1). Trimis de ana zecheru, 13.09.2002. Sursa: DEX 98  AH interj. v. of! Trimis de siveco, 05.08.2004. Sursa: Sinonime  ah interj. Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”